fbpx

Να γιατί τα κιλά σου δεν έχουν σχέση με το σώμα που θες να χτίσεις

Να γιατί τα κιλά σου δεν έχουν σχέση με το σώμα που θες να χτίσεις

Πριν ξεκινήσουμε οποιοδήποτε πρόγραμμα άσκησης, για να έχουμε κάποιο έλεγχο στην πρόοδο του προγράμματος, ειδικά αν θέλουμε να χάσουμε βάρος, το πιο απλό είναι να ζυγιστούμε.

 

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ: Μάθε τι μπορεί να δείχνουν οι αντίχειρες και τα δάχτυλα σου !

 

Στην πραγματικότητα όμως, αυτό δεν είναι σωστό, διότι η ζυγαριά δε μας λέει πάντα ολόκληρη την αλήθεια. Το σώμα μας αποτελείται κατά κύριο λόγο, από το σκελετό μας, το μυϊκό μας σύστημα, το λιπώδη ιστό και τα υγρά του σώματος. Η ποσοστιαία αναλογία των ιστών αυτών, ειδικά το ποσοστό του σωματικού λίπους, είναι σημαντικότερη από την απλή τιμή του σωματικού μας βάρους που μας προσφέρει η ζυγαριά.

Η απλή ζύγιση δεν αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο της σωματικής μας σύστασης, αλλά και κατάστασης. Κάποιος που δε γυμνάζεται μπορεί να ζυγίζει λιγότερο, από κάποιον που γυμνάζεται, δε σημαίνει όμως πως είναι σε καλύτερη κατάσταση ή υγιέστερος. Για το λόγο αυτό, δε μας ενδιαφέρει το βάρος μας, αλλά η σύσταση του σώματος μας. Θα πρέπει δηλαδή να προσδιορίσουμε, τι ποσοστό από το βάρος μας είναι λιπώδης ιστός, τι μυϊκός ιστός και ποιο το ποσοστό των υγρών του σώματός  μας. Η αναλογία αυτή μας κατατάσσει σε κλίμακα ανάλογα με το φύλο και την ηλικία μας προσδιορίζοντας την κατάσταση της υγείας μας

Ο μυϊκός ιστός ζυγίζει περισσότερο από το  λιπώδη ιστό, για την ακρίβεια 15% παραπάνω (ένα κυβικό εκατοστό μυϊκού ιστού ζυγίζει 1.06 γραμμάρια, ενώ λιπώδη ιστού 0.9 γραμμάρια). Οπότε, ένα κιλό μυϊκής μάζας καταλαμβάνει μικρότερο όγκο σε σχέση με ένα κιλό λίπους.  Αν, δηλαδή, χάσουμε ένα κιλό λίπους και ταυτόχρονα αποκτήσουμε ένα κιλό μυών, τότε παρ’ όλο που το σωματικό μας βάρος δεν θα έχει αλλάξει, θα φαινόμαστε πιο αδύνατοι σε σχέση με πριν, γεγονός πολύ σημαντικότερο για την υγεία μας, παρά την ένδειξη της ζυγαριάς.

Το σωματικό λίπος δεν αποτελεί απλά μια αποθήκη ενέργειας, αλλά πλέον με τη μορφή ενδοκρινή αδένα και ένα δίκτυο μηχανισμών ομοιοστασίας, με την παραγωγή διαφόρων πεπτιδικών ορμονών και λιποκυτταροκινών (λεπτίνη, αντιπονεκτίνη), επηρεάζουν την έκκριση και δράση άλλων ορμονών όπως της ινσουλίνης, των οιστρογόνων, της αυξητικής ορμόνης και τεστοστερόνης.  Με τη σειρά τους συμβάλουν στην ανάπτυξη χρόνιας φλεγμονής, αυξάνοντας σημαντικά την παχυσαρκία, δημιουργώντας την αντίσταση των ιστών στην δράση της ινσουλίνης, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμίας, αρτηριακής υπέρτασης, καθώς και αθηροσκλήρωσης. Το σωματικό λίπος, ειδικά το ενδοκοιλιακό, είναι ανεπιθύμητο και ζημιογόνο για την υγεία μας, γιατί συσχετίζεται με καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

 

 

Η μείωσή της μυϊκής μάζας, πράγμα που συμβαίνει με την πάροδο των ετών, ειδικά αν δε γυμναζόμαστε, οδηγεί σε μειωμένες ανάγκες για θερμίδες. Επομένως, παχαίνουμε πιο εύκολα. Η ουσία ενός σωστού τρόπου ζωής είναι να αλλάξουμε τη σωματική μας σύσταση και όχι μόνο το σωματικό μας βάρος. Αυτό που πραγματικά θέλουμε να πετύχουμε με ένα πρόγραμμα διατροφής και άσκησης είναι να μειώσουμε το λιπώδη ιστό, χωρίς ωστόσο να μειώσουμε το μυϊκό ιστό. Με ένα συστηματικό πρόγραμμα άσκησης μπορούμε να προλάβουμε ή να περιορίσουμε στο ελάχιστο τη μείωση των μυών (σαρκοπενία). Οι σκελετικοί μύες είναι αυτοί που αυξάνουν την απόδοση του σώματος μας για την καύση θερμίδων. Τονώνοντας ή  και αυξάνοντας το μυϊκό μας σύστημα μέσω της συστηματικής άσκησης γινόμαστε πιο δυνατοί, αυξάνουμε τον βασικό μας μεταβολισμό, καίμε περισσότερες θερμίδες, κατά την άσκηση, ακόμα και όταν καθόμαστε, χάνοντας έτσι πιο εύκολα βάρος.

Tip Η καθημερινή ζύγιση δεν είναι σωστή συνήθεια. Το σωματικό μας βάρος μπορεί να κυμαίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας ±5 κιλά λόγω κατανάλωσης φαγητού και νερού (υγρών). Η ζύγιση από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται και λιπομέτρηση για να έχουμε πλήρη εικόνα της σύστασης του σώματος μας.

Η συστηματική άσκηση σε συνδυασμό με μια ισορροπημένη διατροφή, μας διευκολύνει να φθάσουμε στο στόχο μας στη διατήρηση και βελτίωση της υγιούς σωματικής μας σύστασης γρηγορότερα και πιο εύκολα.

 

Άρθρο της  Άννα-Μαρία Τουβρά, Εργοφυσιολόγος PhD, MSc