fbpx

Σκωτσέζικο ή Ιρλανδέζικο ουίσκι; Μάθε τις διαφορές

Σκωτσέζικο ή Ιρλανδέζικο ουίσκι; Μάθε τις διαφορές

Σκωτσέζικο “whisky”, το ιρλανδικό “whiskey”; Στη Σκωτία, το ουίσκι ονομάζεται whisky, δηλαδή χωρίς -e. Ωστόσο, ο λόγος που βλέπουμε αρκετά συχνά το ουίσκι γραμμένο με -e (whiskey), είναι διότι πρόκειται για το ιρλανδικό.

Ανεξαρτήτως προελεύσεως, το ουίσκι είναι αναμφίβολα ένα εκλεκτό απόσταγμα σε μια συνάντηση με φίλους ή θα σας κρατήσει συντροφιά δίπλα στο τζάκι.

 

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ: Μάθε για τον μύθο των καπνιστών malt ουίσκι της Σκωτίας!

 

Ποια θα είναι όμως η προέλευση του βραδύκαυστου υπασπιστή μας; Θα τον προτιμήσουμε Σκοτσέζο, ή Ιρλανδό; Και ποια είναι, τελικά, η διαφορά τους;

Αν πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή, οι Ιρλανδοί ήταν οι πρώτοι που εφηύραν αυτό το μελένιο, γευστικό και γεμάτο χαρακτήρα απόσταγμα – και το έκαναν μάλλον κατά τύχη. Εντυπωσιασμένοι από τις τεχνικές απόσταξης που έφεραν στο νησί μοναχοί του 10ου αιώνα, όταν επέστρεψαν μυημένοι στα μυστικά της αρωματοποιείας από τις αραβικές χώρες, οι Ιρλανδοί επιχείρησαν να μετατρέψουν το εθνικό ποτό τους, δηλαδή την μπύρα, στο δυσεύρετο στα μέρη τους κρασί. Απέσταξαν λοιπόν την βύνη, παρασκευάζοντας ένα ιδιότυπο αλκοολούχο που θα εμπλούτιζε την παλέτα των ροφημάτων τους.

Το απόσταγμα που προέκυψε, όμως, ήταν τόσο δυνατό, που αρχικά χρησιμοποιούνταν ως αναισθητικό ή τοπικό αντισηπτικό, με το όνομα uisge beatha, ή αλλιώς, νερό της ζωής. Το θαυματουργό αυτό υγρό φυλασσόταν σε βαρέλια, στις αποθήκες φαρμακοποιών και στα κελάρια μοναστηριών, αφού μόνο σ’ αυτούς τους δυο χώρους επέτρεπε ο νόμος τις αποστάξεις. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, οι μαθητευόμενοι αποσταγματοποιοί ανακάλυψαν ότι η ζύμωση με το ξύλο των δρύινων βαρελιών εμπλούτιζε τις γεύσεις, μέλωνε το χρώμα και φυσικά, μαλάκωνε το αλκοόλ, γεννώντας αυτό που με το πέρασμα των αιώνων θα αναδεικνυόταν ως το πιο δημοφιλές απόσταγμα στον κόσμο: το ουίσκι.

Επειδή τα καλά νέα δεν μένουν μυστικά για πολύ, ο γείτονες Σκοτσέζοι έμαθαν σύντομα τα κόλπα και υιοθέτησαν τις τεχνικές, βελτιώνοντάς τες και καινοτομώντας τόσο, ώστε από τις αρχές του 1800 να έχουν κατακτήσει τα ηνία, παράγοντας τις κορυφαίες εκφράσεις του πολυπρόσωπου αυτού αποστάγματος. Κάπου εκεί, οι Ιρλανδοί κατοχύρωσαν τη δική τους συνταγή ως whiskey, έναντι του whisky των Σκοτσέζων, αλλά και των Αμερικανών, που μπήκαν στο παιχνίδι όταν η συνταγή έφτασε στη Γη των Ευκαιριών μαζί με τους πρώτους μετανάστες.

Σήμερα, το σκοτσέζικο ουίσκι διεκδικεί τα πρωτεία όχι μόνο στον όγκο παραγωγής, αλλά και στις συνήθειες των καταναλωτών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και οι Ιρλανδοί δεν έχουν τους δικούς τους υποστηρικτές. Κι αυτό γιατί μπορεί να είναι μικρές οι τεχνικές διαφορές των μεν και των δε στην παρασκευή, η γευστική απόσταση όμως μπορεί να αποδειχθεί τεράστια. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι κάτι που εντοπίζεται μόνο ανάμεσα στις δυο «σχολές», αλλά και ανάμεσα σε αποστακτήρια της ίδιας σχολής: η παραμικρή διαφοροποίηση στην τεχνική μεταφράζεται σε εντελώς διαφορετικό γευστικό προφίλ, κάνοντας τον κόσμο του ουίσκι ένα πεδίο εντελώς συναρπαστικό.

Για την ιστορία, πάντως, οι Σκοτσέζοι, συνήθως παράγουν το δικό τους whisky με διπλή απόσταξη σε άμβυκα και παλαίωση τουλάχιστον τριών ετών σε δρύινα βαρέλια, παράγοντας ένα ποτό με γεμάτο σώμα και κοφτερό αλκοόλ. Οι Ιρλανδοί, απ’ την άλλη, επίσης παλαιώνουν το απόσταγμά τους σε δρύινα βαρέλια με το ελάχιστο της τριετίας, το δικό τους όμως whiskey είναι προϊόν τριπλής απόσταξης, που δίνει ένα πολύ πιο ήπιο, ευκολόπιοτο αποτέλεσμα, στο οποίο οι φρουτώδεις νότες του βαρελιού έχουν περισσότερο χώρο να αναπνεύσουν.