fbpx

Αφιέρωμα στον μεγάλο ηθοποιό: Τελικά ο ρόλος του 007 …αδικούσε τον Σον Κόνερι

Αφιέρωμα στον μεγάλο ηθοποιό: Τελικά ο ρόλος του 007 …αδικούσε τον Σον Κόνερι

Τον Σον Κόνερι ο ρόλος του πράκτορα 007 μάλλον τον αδικούσε, αφού η μετά Bond εποχή ανέδειξε καλύτερα το υποκριτικό του ταλέντο με μια πλειάδα επιτυχημένων ταινιών.

Όμως η αλήθεια είναι ότι ο Σον Κόνερι έγινε διάσημος πρώτιστα ενσαρκώνοντας τον πράκτορα 007!

Σον Κόνερι, ο αριστοκρατικός άνθρωπος, ο Σκωτζέστος, ο σερ, εκείνος που δεν απασχόλησε ουδέποτε τον Τύπο με κάτι αρνητικό, ο άνθρωπος που δεν ενόχλησε και έτσι έφυγε… ήρεμα στον ύπνο του, σαν κύριος και μάγκας που ήταν!

 

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ: Κι όμως ο Τζέιμς Μπόντ υπήρξε και ήταν κατάσκοπος!

 

Ο Σον Κόνερι ήταν τόσο μεγάλος που αν και αγωνίζονταν μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, δέχθηκε και τίμησε τον τίτλο του ser που του απέμεινε η βασίλισσα Ελιβάβετ!

 

 

Η καλύτερη του ερμηνεία; Δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα, αλλά σίγουρα δεν είναι οι ιστορίες του 007!

Ίσως από τις καλύτερες ερμηνείες του ήταν όταν υποδύθηκε τον Ρώσο πλοίαρχο που αυτομόλησε με το ολοκαίνουργιο υποβρύχιο της ΕΣΣΔ και το μοναδικό που είχε το σύστημα αθόρυβης πρόωσης, με τίτλο το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη!

 

 

Η σύζυγος του θρύλου της μεγάλης οθόνης, Σερ Σον Κόνερι, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 90 ετών, το βράδυ του Σαββάτου αποχαιρέτησε τον ηθοποιό έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, αποκαλύπτοντας τον άνισο αγώνα που έδινε με την άνοια.

Οι τελευταίοι μήνες της ζωής του όμως είχαν σημαδευτεί από την άνοια, η Μισελίν Ροκμπρίν, που ήταν παντρεμένη με το βραβευμένο με Όσκαρ αστέρα επί 45 χρόνια, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν ήταν ζωή γι’ αυτόν. Δεν ήταν σε θέση να εκφραστεί τελευταία. Τουλάχιστον πέθανε στον ύπνο του και έφυγε τόσο γαλήνια… Ήμουν μαζί του όλη την ώρα και απλά έφυγε. Ήταν αυτό που ήθελε».

 

 

«Είχε άνοια και αυτό είχε επιπτώσεις πάνω του. Ικανοποιήθηκε η τελευταία του επιθυμία να φύγει ήσυχα» πρόσθεσε.

Ο Σερ Τόμας Σον Κόνερι (Thomas Sean Connery) ήταν πολυβραβευμένος ηθοποιός και παραγωγός ταινιών κινηματογράφου. Ήταν ευρύτερα γνωστός ως ο πρώτος επίσημος ηθοποιός που υποδύθηκε τον Τζέιμς Μποντ, ενώ πρωταγωνίστησε σε επτά συνολικά ταινίες με πρωταγωνιστή τον διάσημο πράκτορα.

 

 

Kατήχε πληθώρα βραβείων και διακρίσεων, ανάμεσά τους Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, Χρυσή Σφαίρα και BAFTA.

Το 1987 κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου στην ταινία Οι Αδιάφθοροι (The Untouchables).

Τον Ιούλιο του 2000 χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’.

Τον περασμένο Αύγουστο είχε γιορτάσει τα 90ά του γενέθλια.

Σημειώνεται ότι ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ, Ίαν Φλέμινγκ, αρχικά δεν ήταν ευχαριστημένος με την επιλογή του ηθοποιού για την ενσάρκωση του ήρωά του, καθώς θεωρούσε ότι λόγω της φυσικής του διάπλασης και του παρουσιαστικού του δεν θα φαινόταν τόσο εκλεπτυσμένος.

 

 

Ωστόσο, άλλαξε γνώμη μετά την πρεμιέρα της πρώτης ταινίας, Τζέιμς Μποντ εναντίον Δρος Νο, και εντυπωσιάστηκε τόσο που εμπνεύστηκε μια σκωτο-ελβετική καταγωγή για τον Τζέιμς Μποντ που ξεπηδούσε από τις σελίδες των επόμενων μυθιστορημάτων του.

 

Ζωή σαν ταινία

Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930.

Ήταν γιος ενός Καθολικού εργάτη και μιας Προτεστάντισσας καθαρίστριας. Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία κατά τον 19ο αιώνα.

 

 

Ο νεαρός Τόμι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού –μεταξύ άλλων μοίραζε γάλα και γυάλιζε φέρετρα– προτού να ενταχθεί, στα 16 του, στο Βασιλικό Ναυτικό, απ’ όπου όμως απολύθηκε τρία χρόνια αργότερα για ιατρικούς λόγους, καθώς είχε έλκος στο στομάχι. Από εκείνη την εποχή χρονολογούνταν τα δύο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο: «Μαμά και μπαμπάς» και «Σκωτία για πάντα». Η οικογένεια και η Σκωτία ήταν οι προτεραιότητες της ζωής του.

Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, κέρδισε τη φήμη του «σκληρού» όταν μια εξαμελής συμμορία προσπάθησε να τον κλέψει – κι εκείνος τους έβγαλε νοκ άουτ.

Την περίοδο εκείνη προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Του άρεσε το μπόντι μπίλντινγκ και μάλιστα συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση. Ασχολήθηκε επίσης με το ποδόσφαιρο αλλά όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών την εβδομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι: είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της σκηνής όταν έκανε διάφορες μικροδουλειές σε ένα τοπικό θέατρο. «Ήταν μια από τις εξυπνότερες επιλογές μου», θα έλεγε, χρόνια αργότερα.

Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το Lilacs in the Spring. Ακολούθησαν ρολάκια στην τηλεόραση – μεταξύ άλλων έπαιξε και έναν γκάνγκστερ σε ένα σίριαλ του BBC.

 

Και μετά, ήρθε ο Μποντ.

Οι παραγωγοί Κάμπι Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ και αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να παίξει τον 007. Υποψήφιοι για τον ρόλο ήταν μεταξύ άλλων ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Κάρι Γκραντ και ο Ρεξ Χάρισον. Η σύζυγος του Μπρόκολι ήταν εκείνη που τον έπεισε ότι ο Σον Κόνερι είχε αυτό που χρειαζόταν για τον ρόλο: μαγνητισμό και σεξουαλική χημεία. Ο Φλέμινγκ, διαφωνούσε αρχικά με την επιλογή, όμως άλλαξε γνώμη όταν είδε τον Κόνερι στην οθόνη.

 

 

Ο Κόνερι έκανε «δικό του» τον χαρακτήρα, αναμιγνύοντας τη σκληρότητα με σαρδόνιο χιούμορ. Η πρώτη ταινία, ο «Δρ. Νο», σημείωσε τεράστια επιτυχία, στη Βρετανία και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Ο Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971) και, μερικά χρόνια αργότερα, το (ανεπίσημος) «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983).

Πρωταγωνίστησε επίσης, μαζί με τον στενό φίλο του, τον Μάικλ Κέιν, στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», όμως τη δεκαετία του 1970 του έδιναν δεύτερους ρόλους, όπως στην ταινία «Οι υπέροχοι ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας».

Το 1987 κέρδισε το βραβείο Bafta, ερμηνεύοντας τον Ούλιαμ της Μπάσκερβιλ στην ταινία «Το όνομα του Ρόδου», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο. Και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου παίζοντας έναν Ιρλανδό αστυνομικό (αν και με σαφέστατη σκωτσέζικη προφορά) στους «Αδιάφθορους».

 

 

Στον «Ιντιάνα Τζόουνς» έπαιζε τον πατέρα του Χάρισον Φορντ, αν και ήταν μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ κατόπιν, στο πλάι του Νίκολας Κέιτζ στον «Βραχο», επέστρεψε στον ρόλο του «Βρετανού κατασκόπου».

Το 2006 του προτάθηκε ο ρόλος του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όμως εκείνος δήλωσε ότι κουράστηκε από την ηθοποιία μετά από 64 ταινίες και βαρέθηκε τους «ηλίθιους που γυρίζουν ταινίες στο Χόλιγουντ».

Η δημοτικότητά του δεν αμφισβητήθηκε ποτέ: στα 59 του το περιοδικό People τον ανακήρυξε «πιο σέξι» άνδρα του πλανήτη ενώ το 2013, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη «συνταξιοδότησή» του, ανακηρύχθηκε ο αγαπημένος ηθοποιός των Αμερικανών.